- γνωματεύσει
- γνωματεύωdiscriminate: aor subj act 3rd sg (epic )γνωματεύωdiscriminate: fut ind mid 2nd sgγνωματεύωdiscriminate: fut ind act 3rd sg
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
γνωματεύσει — γνωματεύω discriminate aor subj act 3rd sg (epic) γνωματεύω discriminate fut ind mid 2nd sg γνωματεύω discriminate fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πραγματογνώμονας — ο, η, Ν (νομ.) τρίτο πρόσωπο, ειδικός, επιστήμονας ή τεχνικός, στον οποίο ανατίθεται από δικαστή ή από αντιδίκους να γνωματεύσει, ύστερα από έρευνα, για ένα ζήτημα που έχει σχέση με την ειδικότητά του και για το οποίο το δικαστήριο και οι… … Dictionary of Greek